οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder
ο, θηλ. ψωμάδαινα, Ν
1. αρτοποιός
2. ψωμοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμί + κατάλ. -άς (πρβλ. γαλατ-άς)].