Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
-ον, Ααυτός που έχει σκληρή ψυχή, άσπλαγχνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + θυμός (πρβλ. μεγαλό-θυμος)].