ὡσπερανεί
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
German (Pape)
[Seite 1422] = Folgdm; Isocr. 4, 148 Plat. Prot. 311 b u. sonst.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. ὡσπερεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὥσπερ + ἄν + εἰ].
Russian (Dvoretsky)
ὡσπερᾰνεί: тж. раздельно Isocr., Plat. = ὡσπερεί.