ὡσπερανεί

From LSJ

German (Pape)

[Seite 1422] = Folgdm; Isocr. 4, 148 Plat. Prot. 311 b u. sonst.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. ὡσπερεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὥσπερ + ἄν + εἰ].

Russian (Dvoretsky)

ὡσπερᾰνεί: тж. раздельно Isocr., Plat. = ὡσπερεί.