ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea
και -ίζω1. παρατηρώ από μακριά, αγναντεύω2. βλέπω κάτι απέναντι μου, αντικρίζω.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγνάντια].