αγκωνοδέτης

From LSJ
Revision as of 22:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source

Greek Monolingual

ο
ξύλινο ή μεταλλικό κομμάτι που ενισχύει εσωτερικά τον αγκώνα της άγκυρας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγκώνας + δέτης.