Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
ἀδελφιδεὺς (-έως), ο (Α)γιος αδελφού ή αδελφής, ανιψιός, ο αδελφιδούς.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀδελφός + -ιδεύς].