αγώγιμος
From LSJ
Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀγώγιμος, -ον)
αυτός που μπορεί εύκολα να μεταφερθεί, να μετακομιστεί
νεοελλ.
1. αυτός που μπορεί να ικανοποιηθεί δικαστικώς (με αγωγή)
2. αυτός που έχει την ιδιότητα να μεταβιβάζει τη θερμότητα ή τον ηλεκτρισμό
αρχ.
(για πρόσωπα)
1. αυτός που περιέρχεται σε κατάσταση δουλείας
2. εύκαμπτος, ευλύγιστος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀγώγιμον
ερωτικό φίλτρο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγωγός.
ΠΑΡ. αγωγιμότητα].