ἐρινυώδης
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
German (Pape)
[Seite 1029] ες, nach Art der Erinyen, furienmäßig, Plut. de exil. 9, συκοφαντίαι, vgl. coh ira 9.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
semblable à Érinys ou aux Érinyes.
Étymologie: Ἐρινύς, -ωδης.
Greek Monolingual
ἐρινυώδης, -ους, -ες (Α) Ερινύς
αυτός που μοιάζει ή αρμόζει στις Ερινύες, ο μανιώδης.
Russian (Dvoretsky)
ἐρῑνυώδης: подобный Эриниям (συκοφαντίαι Plut.).