αδικοπραγώ

From LSJ
Revision as of 22:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81

Greek Monolingual

(Α ἀδικοπραγῶ, -έω)
διαπράττω αδίκημα, κάνω αδικία, αδικώ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀδικο- + -πραγία < θ. πέπραγ-, πράττω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀδικοπράγημα.