αιθεροβάμων
From LSJ
ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates
Greek Monolingual
(-ονος), ο, η (Μ αἰθεροβάμων)
1. αυτός που βαίνει, που περπατά στον αίθερα, αιθεροβάτης, ουρανοδρόμος
2. αυτός που ζει εκτός πραγματικότητας, ονειροπόλος, φαντασιοκόπος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰθήρ + -βάμων < βαίνω].