τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
εὐρύνοος, -ον (ΑΜ)αυτός που έχει ευρεία έννοια («εὐρύνοος ῥήτρη»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -νοος (< νο-ος, νους), πρβλ. αγχί-νοος, εύ-νοος].