Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
εὐρύνοος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει ευρεία έννοια («εὐρύνοος ῥήτρη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -νοος (< νο-ος, νους), πρβλ. αγχίνοος, εύνοος].