ἤπησις
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English (LSJ)
εως, ἡ,
A mending, Eust.1647.60:
German (Pape)
[Seite 1174] ἡ, das Heilen, Eust. 1647, 60.
Greek Monolingual
ἤπησις, ή (Μ) ηπάομαι
επιδιόρθωση, επισκευή.