μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
ἡμίψυχος, -ον (Α)μισοξεψυχισμένος, ημιθανής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. ά-ψυχος, πονό-ψυχος].