ἡλοειδής

From LSJ
Revision as of 19:00, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")

Μὴ ‘μβαινε δυστυχοῦντι· κοινὴ γὰρ τύχη → Misero cave insultare: Fors hera omnium est → Verhöhne den im Unglück nicht, es trifft auch dich

Menander, Monostichoi, 356

German (Pape)

[Seite 1163] ές, nagelartig, nagelförmig, Poll.

Greek (Liddell-Scott)

ἡλοειδής: -ές, ὅμοιος ἥλῳ. Πολυδ.

Greek Monolingual

ἡλοειδής, -ές (Α)
όμοιος με καρφί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + -ειδής (< είδος), πρβλ. ρομβο-ειδής, σφαιρο-ειδής].