ετοιμοπαράδοτος

From LSJ
Revision as of 08:54, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
(για οικοδομές, εμπορεύματα κ.λπ.) ο έτοιμος προς παράδοση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + παραδοτός, πρβλ. α-παράδοτος].