Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επίμικτος

From LSJ
Revision as of 15:52, 25 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα")

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek Monolingual

ἐπίμικτος και ἐπίμεικτος, -ον (Α) [[[επιμίγνυμι]]
1. ανακατωμένος
2. κοινός («τὰ χωρία ταῦτα Λυδοῑς καὶ Καρσὶν ἐπίμικτα», Στράβ.)
3. αυτός που αγαπά τις κοινωνικές συναναστροφές
4. (για στίχο ή ποίημα) εκείνος που απαρτίζεται από διαφόρων ειδών μετρικούς πόδες.