Κύριος εἶπεν πρὸς μέ Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε → the Lord said to me, My son you are; today I have begotten you
ἱκανόπλοος, -ον (ΑΜ, Α και ἱκανόπλοιος)
ικανός να πλέει, έμπειρος θαλασσινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκανός + -πλοος (ασυναίρ. του -πλους) ή -πλοιος (< πλους), πρβλ. ειθύ-πλοος, θαλασσό-πλοος)].