ικανόπλοος

From LSJ

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228

Greek Monolingual

ἱκανόπλοος, -ον (ΑΜ, Α και ἱκανόπλοιος)
ικανός να πλέει, έμπειρος θαλασσινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκανός + -πλοος (ασυναίρ. του -πλους) ή -πλοιος (< πλους), πρβλ. ειθύπλοος, θαλασσόπλοος)].