τόρμα
From LSJ
Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz
English (LSJ)
ης, ἡ,
A wheel-rut, Lyc.262 (= τὸ χάραγμα τὸ ἀπὸ τοῦ τροχοῦ Sch.):—τόρμη· εὐθὺς δρόμος κατὰ τέχνην, καὶ στροφή, καὶ σύμπας (δρόμος), Hsch. II socket, joint, βουβῶνος ἐν τόρμαισι Lyc. 487.
German (Pape)
[Seite 1130] ἡ, = Folgdm, bei Lyc. 262.