οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky
ἑτερόβουλος, -ον (Μ)αυτός που έχει διαφορετική γνώμη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -βουλος (< βουλή)πρβλ. εύ-βουλος, κακό-βουλος].