ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
τοχάχανο, ηχηρό γέλιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιία από τον ήχο του γέλιου κα-κα-κα (πρβλ. χαχανίζω)].