καλογριά

From LSJ
Revision as of 14:10, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑα" to "αῖα")

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

και καλόγρια και καλογραία, η (Μ καλογραῖα)
η μοναχή, η γυναίκα που καλογερεύει σε μοναστήρι
νεοελλ.
φρ. «σχολή καλογραιών» ή απλώς «καλογριές» — σχολείο θηλέων που διευθύνεται από ρωμαιοκαθολικές μοναχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καλογριά < καλογραία < καλ(ο)- + γραία «γερόντισσα»].