τὸν τεθνηκότα μὴ κακολογεῖν → do not speak ill of the dead, speak no ill of the dead (Chilon the Spartan)
ἡδυφαής, δωρ. τ. ἁδυφαής, -ές (Α)
αυτός που έχει γλυκιά λάμψη («ἡδυφαὴς ἤλεκτρος», Διον. Περ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -φαής (< φάος), πρβλ. ηλιο-φαής, παμ-φαής].