κατάβαλμα

From LSJ
Revision as of 13:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan

Menander, Monostichoi, 150

Greek Monolingual

κατάβαλμα, τὸ (Μ)
κατηγορία, συκοφαντία, διαβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καταβάλ- του καταβάλλω (πρβλ. υποτακτ. αορ. β' κατα-βάλ-ω με τη σημ. «κατηγορώ») + κατάλ. -μα (πρβλ. ένταλ-μα, σφάλ-μα)].