καρδιοφύλαξ
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ,
A breastplate, Plb.6.23.14.
German (Pape)
[Seite 1327] ακος, ὁ, Brustschild, der das Herz bewacht, Pol. 6, 23, 14.
Greek Monolingual
καρδιοφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
αυτός που προφυλάσσει την καρδιά, δηλ. ο θώρακας.
Russian (Dvoretsky)
καρδιοφύλαξ: ᾰκος (ῠ) ὁ нагрудный панцирь, нагрудник Polyb.