καταληψία

From LSJ
Revision as of 13:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek Monolingual

η
ιατρ. παροδική απώλεια της εκούσιας κινητικότητας με διατήρηση της στάσης που έχει το σώμα ή ένα μέλος του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. catalepsy < cata- (πρβλ. κατα-) + -lepsy (πρβλ. -ληψία < -λήπτης < λαμβάνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σίμωνα Αποστολίδη].