καρφίτης

Revision as of 23:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,

   A built of κάρφη (pl.): θάλαμος κ., of a swallow's nest, AP10.4 (Marc. Arg.).

German (Pape)

[Seite 1332] aus dürren Halmen gemacht, θάλαμος, vom Schwalbennest, M. Arg. 24 (X, 4).

Greek (Liddell-Scott)

καρφίτης: -ου, ὁ, ᾠκοδομημένος ἐκ ξηρῶν χόρτων, θάλαμος κ., ἐπὶ τῆς φωλεᾶς χελιδόνος, Ἀνθ. Π. 10. 4· πρβλ. καρφηρός.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
fait de brins de paille (nid).
Étymologie: κάρφος.

Greek Monolingual

καρφίτης, ὁ (Α)
ο κατασκευασμένος από ξερά χόρτα («θάλαμος καρφίτης» — η χελιδονοφωλιά).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. λογχ-ίτης, μελιτ-ίτης)].

Greek Monotonic

καρφίτης: -ου, ὁ, ο χτισμένος από ξερά καλάμια, σε Ανθ.