αμυγδαλόκαρπος
From LSJ
Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
Greek Monolingual
και μυγδαλόκαρπος, ο
εδώδιμος καρπός της αμυγδαλιάς, αμυγδαλόψιχα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμύγδαλο + καρπός].