ευρυσθενής

From LSJ
Revision as of 12:15, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276

Greek Monolingual

εὐρυσθενής, -ές (Α)
1. (και ως επίθ. του Διός, του Απόλλωνος, του Τελαμώνος) αυτός που έχει μεγάλο σθένος, ο πανίσχυρος
2. αυτός που παρέχει σθένος, που δίνει δύναμη («πλοῦτος εὐρυσθενής», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -σθενής (< σθένος)].