κλάρα

From LSJ
Revision as of 13:34, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek Monolingual

η
1. μεγάλο κλαρί, κλάδος
2. φρ. α) «τους πήρε με την κλάρα» — τους έτρεψε σε φυγή χωρίς κόπο
β) «πού τήν πας την κλάρα» ή «κόψ' την κλάρα» — σε ποιον τά λες αυτά, ποιον προσπαθείς να εξαπατήσεις
3. ζωολ. κοινή ονομασία αρπακτικού πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαρί + μεγεθ. κατάλ. -α, πρβλ. κεφάλ-α, μπουκάλ-α].