τριοδίτης

From LSJ
Revision as of 11:08, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐοδίτης Medium diacritics: τριοδίτης Low diacritics: τριοδίτης Capitals: ΤΡΙΟΔΙΤΗΣ
Transliteration A: triodítēs Transliteration B: trioditēs Transliteration C: trioditis Beta Code: triodi/ths

English (LSJ)

[ῑτ], ου, ὁ,

   A one who frequents cross-roads: τριοδίτας· τοὺς ἐν τῇ τριόδῳ διαλοιδορουμένους, AB309; τριοδίτης τριπύλιος, title of Menippean Satire by Varro, Non.p.306L.    II τριοδῖτις, ιδος, ἡ, epith. of Hecate, who was worshipped at the meeting of three ways, Chariclid. 1, cf. Corn.ND 34.    b epith. of the Moon, Plu.2.937f, Doroth. in Cat.Cod.Astr.2.82.    2 σοβὰς τ. street-walker, Ph.1.568.    3 generally, common, vulgar, Μοῦσα Tz.H.12.513.    4 Pythag. name of 6, Anatol. ap.Theol.Ar.37.

Greek (Liddell-Scott)

τριοδίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ συχνάζων εἰς τὰς τριόδους· καθόλου, ἄνθρωπος ὀκνηρὸς καὶ χυδαῖος, ἄνθρωπος τῶν τριόδων, «τριοδίτας: τοὺς ἐν τῇ τριόδῳ διαλοιδορουμένους» Α. Β. 309, 5. ΙΙ. τριοδῖτις, ιδος, ἡ, ἐπίθετον τῆς Ἑκάτης, ἣ ἐν ταῖς τριόδοις ἐλατρεύετο, Λατ. Trivia, Ἑκάτη τριοδῖτι Χαρικλείδης ἐν «Ἁλύσει» 1, Πλούτ. 2. 937Ε, πρβλ. τρίμορφος. 2) τριοδῖτις σοβάς, ἡ τὰς τριόδους περιερχομένη, Φίλων 1. 568. 3) καθόλου, κοινός, χυδαῖος, πρόστυχος, «τοῦ δρόμου», Λατ. trivialis, Μούσης τῆς τριοδίτιδος Τζέτζ. Ἱστ. 12, 513. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 196.