κατοίκηση
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
η (AM κατοίκησις) κατοικώ
το να κατοικεί κανείς σε έναν τόπο, η διαμονή
αρχ.
1. ο τόπος διαμονής, η κατοικία («ὃς τὴν κατοίκησιν εἶχεν ἐν τοῖς μνήμασι», ΚΔ)
2. η κατοικούμενη περιοχή ενός τόπου.