καταγρώ
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
Greek Monolingual
καταγρῶ, καταγρέω (Α)
1. συλλαμβάνω, αρπάζω
2. καταφθάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀγρῶ «συλλαμβάνω» (< ἄγρα «κυνήγι»)].