κριθαρήσιος
From LSJ
τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk
Greek Monolingual
-α, -ο
κριθαρένιος, κρίθινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριθάρι + κατάλ. -ήσιος, (πρβλ. βουν-ήσιος, καμπ-ήσιος)].
τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk
-α, -ο
κριθαρένιος, κρίθινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριθάρι + κατάλ. -ήσιος, (πρβλ. βουν-ήσιος, καμπ-ήσιος)].