κοπρόνους

Revision as of 13:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

κοπρόνους, -ουν (Μ)
αυτός που σκέφτεται χυδαία, που έχει σκέψη αισχρή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -νους (< νοῦς), πρβλ. βραδύ-νους, κουφό-νους].