κοπρόνους

From LSJ

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86

Greek Monolingual

κοπρόνους, -ουν (Μ)
αυτός που σκέφτεται χυδαία, που έχει σκέψη αισχρή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -νους (< νοῦς), πρβλ. βραδύνους, κουφόνους].