ακμαίος
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἀκμαῑος, -α, -ον)
αυτός που βρίσκεται στην ακμή του, στο υψηλότερο σημείο δύναμης ή ωριμότητας
νεοελλ.
1. εκείνος που ευδοκιμεί και προοδεύει
2. (για καρπούς) ο ώριμος
αρχ.
αυτός που γίνεται ή έρχεται την κατάλληλη στιγμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκμὴ (ἀκμα-ιος > ἀκμαῖος).
ΠΑΡ. νεοελλ. ακμαιότητα].