ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
Full diacritics: τριψημερέω | Medium diacritics: τριψημερέω | Low diacritics: τριψημερέω | Capitals: ΤΡΙΨΗΜΕΡΕΩ |
Transliteration A: tripsēmeréō | Transliteration B: tripsēmereō | Transliteration C: tripsimereo | Beta Code: triyhmere/w |
A waste the day, Ar.V.849.
τριψημερέω: (τρίβω) κατατρίβω μάτην τὸν καιρόν μου, «χασομερῶ», Λατ. tenere tempus, Ἀριστοφ. Σφ. 849· «τριψημερεῖν· στραγγεύεσθαι, καὶ παρέλκειν τὰς ὥρας» Ἡσύχ.