ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair
λαμπροπρεπής, -ές (Μ)λαμπρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αξιο-πρεπής].