Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
λεοντιῶ, λεοντιάω (AM) λέωνμσν.μοιάζω με λιοντάριαρχ.πάσχω από λεοντίαση.