λαχανόφυτος

Revision as of 14:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

-η, -ο
(για τόπο) γεμάτος λάχανα, φυτεμένος με λάχανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανο + -φυτος (< φυτός < φύομαι «φυτρώνω»), πρβλ. δενδρό-φυτος, πλατανό-φυτος].