-η, -ο(για τόπο) γεμάτος λάχανα, φυτεμένος με λάχανα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανο + -φυτος (< φυτός < φύομαι «φυτρώνω»), πρβλ. δενδρό-φυτος, πλατανό-φυτος].