λαχανόφυτος
From LSJ
Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät
Greek Monolingual
-η, -ο
(για τόπο) γεμάτος λάχανα, φυτεμένος με λάχανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανο + -φυτος (< φυτός < φύομαι «φυτρώνω»), πρβλ. δενδρόφυτος, πλατανόφυτος].