τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
Full diacritics: κῠᾰνοπτέρυξ | Medium diacritics: κυανοπτέρυξ | Low diacritics: κυανοπτέρυξ | Capitals: ΚΥΑΝΟΠΤΕΡΥΞ |
Transliteration A: kyanoptéryx | Transliteration B: kyanopteryx | Transliteration C: kyanopteryks | Beta Code: kuanopte/ruc |
ῠγος, ὁ, ἡ, = foreg., A παῖς Ἀφροδίτας Cerc.5.2.
κυανοπτέρυξ, -υγος, ὁ, ἡ (Α)
(για τον Έρωτα) αυτός που έχει μαύρα φτερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πτέρυξ (πρβλ. λευκο-πτέρυξ, φοινικο-πτέρυξ)].