λιγνίτης
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
Greek Monolingual
ο
(ορυκτ.) γαιάνθρακας με καστανό ώς μαύρο χρώμα που έχει σχηματιστεί από την τύρφη, υπό την επίδραση μέσης πίεσης, αποτελεί ένα από τα πρώτα παράγωγα της ενανθράκωσης και είναι ενδιάμεσο υλικό μεταξύ τύρφης και βιτουμενιούχου άνθρακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. lignite < λατ. lignum «ξύλο» + κατάλ. -ite].