Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
λυχνοκαυτῶ και λυχνοκαυστῶ, -έω (Α)καίω λύχνους.[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + καυτῶ (< -καυτος < καίω), πρβλ. ολο-καυτώ].