μελανόρριζον
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
τό,
A black hellebore, Ps.-Dsc.4.162.
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰνόρριζον: τό, μέλας ἑλλέβορος, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθοις) 4. 151.
Greek Monolingual
μελανόρριζον, τὸ (Α)
το φυτό ελλέβορος ο μέλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ενός αμάρτυρου επιθέτου μελανόρριζος].