μετεισέρχομαι
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
English (LSJ)
A pass into, Phot. s.v. ἐρινάζειν.
Greek (Liddell-Scott)
μετεισέρχομαι: ἔκ τινος μέρους εἰσέρχομαι εἰς ἄλλο, ἐπὶ τῶν ψηνῶν τῶν ἐκ τῶν ἐρινεῶν μετεισερχμένων εἰς τὸν τῶν ἡμέρων συκῶν καρπόν, Φώτιος ἐν λ. ἐρινάζειν.
Greek Monolingual
μετεισέρχομαι (Α)
(για ένα είδος μικρών εντόμων) βγαίνω από τον καρπό της άγριας συκιάς και μπαίνω στον καρπό της ήμερης.