ακατάρτιστος Search Google

From LSJ
Revision as of 22:50, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀκατάρτιστος, -ον)
αυτός που δεν έχει καταρτιστεί για κάτι, δεν έχει την απαιτούμενη προπαρασκευή
«διὰ τὸ ἀκατάρτιστον αὐτών καὶ ἀσθενὲς τῆς πολιτείας» (Ειρην. 1106c)
νεοελλ.
εκείνος που έχει ελλιπή γνώση ή πλήρη άγνοια ενός αντικειμένου, (γενικότερα) ο αμόρφωτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + καταρτίζω.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακαταρτισιά].